Άβυσσος η ψυχή τ’ ανθρώπου. Περίμενε τόσα χρόνια τον πολυμήχανον δύσμοιρο, η Παρθενόπη, και τελικώς – άμα τα τίναξε ο πολυμήχανος – μνηστεύτηκε το ξώγαμό του. Που θά ‘ταν, δεν θά ‘ταν ;! “Είμαι δεκαοχτάρης και σάς γκαμώ τα λύκεια” που λέει ο Σαββόπουλος.
Διαπλέχτηκαν η στέρηση και τα ντουζένια και ενώθηκαν εις σάρκαν μία. Ποιά είναι η ειρωνεία; Ότι εγκατέλειψε την ρημαδο-Ιθάκη, και τράβηξε με το τεκνό -ξώγαμο και γιό της θετό, άντρα της και εραστή της, Τηλέγονο- στο νησί τής Κίρκης ! Απεκεί, δηλαδής, που ήθελε να δραπετεύσει ο πολυμήχανος. Και έζησαν αυτοί καλύτερα και μείς σκατά. Διότι η μάγισσα έκαμε αθάνατο το ζευγάρι, και μνηστεύτηκε στο καπάκι τον Τηλέμαχο.
Φάε μούτι, Οδυσσέα μου !